Της μιας πεντάρας... μισθωτοί
πηγή
Σαφάρι από τους δανειστές με στόχο τους ελεύθερους επαγγελματίες
Τα καταστήματα θα ανοίγουν και τις Κυριακές στις τουριστικές περιοχές, κοντά στα αεροδρόμια και γενικώς όπου έχουν ξεφυτρώσει ή θα ξεφυτρώσουν μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Την ίδια ώρα, οι αυτοαπασχολούμενοι υφίστανται άλλο ένα πλήγμα: οι ασφαλιστικές εισφορές δεν θα αφαιρούνται από εδώ και στο εξής από το εισόδημα που θα λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών, κάτι που σημαίνει ότι θα υπολογίζονται ασφαλιστικές εισφορές και επί των ασφαλιστικών εισφορών. Είναι το… κερασάκι στην τούρτα καθώς έχει προηγηθεί η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, της εισφοράς αλληλεγγύης, της φορολόγησης του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων με συντελεστές από 22% έως και 45%, και φυσικά της σύνδεσης των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα.
Είναι τυχαία όλα αυτά; Έχει σχέση η κυριακάτικη λειτουργία των καταστημάτων με τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών στους αυτοαπασχολουμένους; Και όμως, ναι. Δύο φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους ζητήματα πολιτικής ουσιαστικά εξυπηρετούν τον μεγάλο στόχο των δανειστών: την οικονομική εξόντωση των αυτοαπασχολουμένων, το κλείσιμο των καταστημάτων της γειτονιάς, τη μεταφορά της ζήτησης στις μεγάλες επιχειρήσεις και τα εμπορικά κέντρα αλλά και τη μετατροπή των ανεξάρτητων εργασιακά πολιτών σε υπαλλήλους οι οποίοι θα δεσμεύονται από εξαρτημένες σχέσεις εργασίας μερικής ή πλήρους απασχόλησης.
Οι αποδιοπομπαίοι…
Τι κρύβει η εμμονή των δανειστών με τους Έλληνες αυτοαπασχολουμένους; Από τις συζητήσεις που έχουν γίνει με τους εκπροσώπους των ελληνικών κυβερνήσεων όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια προκύπτει ότι οι αυτοαπασχολούμενοι κατηγορούνται για πολλά δεινά της ελληνικής οικονομίας: δεν δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα στερώντας τα κρατικά ταμεία από τα έσοδα του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, δεν πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές που τους αναλογούν ενώ «κόβουν» την αλυσίδα του ΦΠΑ καθώς, ενώ συγκεντρώνουν τα τιμολόγια που «φουσκώνουν» τις δαπάνες τους, αποφεύγουν την έκδοση των τιμολογίων που αυξάνουν τα έσοδά τους με αποτέλεσμα, αντί να πληρώνουν ΦΠΑ, να ζητούν και επιστροφές.
Αν η αναλογία των αυτοαπασχολουμένων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού ήταν διαφορετική ή αν το μέσο δηλωθέν εισόδημα που εμφάνιζαν στην εφορία ήταν μεγαλύτερο, ενδεχομένως και οι δανειστές να ήταν πιο «επιεικείς». Το γεγονός όμως ότι οι 35 στους 100 απασχολούμενους δηλώνουν «μη μισθωτοί», το στατιστικό εύρημα ότι το 40% των επιτηδευματιών δεν πληρώνει καθόλου ασφαλιστικές εισφορές αλλά και τα στοιχεία της εφορίας που δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα εμφανίζεται να επιβιώνει με λιγότερα από 600 ευρώ τον μήνα, ήταν οι τρεις λόγοι για τους οποίους οι δανειστές αποφάσισαν να τηρήσουν άκαμπτη στάση.
Με το νέο πλαίσιο φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ο επαγγελματίας θα πρέπει να αποδίδει πάνω από τα μισά κέρδη για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Όταν ο επαγγελματίας που θα καταφέρει να έχει έσοδα της τάξεως των 30.000 ευρώ τον χρόνο συνειδητοποιήσει ότι μετά την αφαίρεση των επαγγελματικών του δαπανών, των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, αυτό που θα του μείνει θα είναι μόλις 600-700 ευρώ τον μήνα, τότε σίγουρα θα σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο να κλείσει τα βιβλία του και να ενταχθεί σε κάποια επιχείρηση ως υπάλληλος. Αυτό θέλουν και οι δανειστές. Αυτή είναι η στρατηγική τους.
Η Ελλάδα να φτάσει με μεγάλη ταχύτητα στον κοινοτικό μέσο όσο όσον αφορά την αναλογία μισθωτών - αυτοαπασχολουμένων. Αυτό, κατά τους «εμπνευστές» του σχεδίου εξαφάνισης των επιτηδευματιών, θα σημαίνει τη μείωση μεν των εισοδημάτων από αυτοαπασχόληση αλλά την αύξηση των εισοδημάτων από τη μισθωτή εργασία, εκεί δηλαδή όπου υπάρχει μεγαλύτερος συντελεστής εισπραξιμότητας τόσο από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων όσο και από τις ασφαλιστικές εισφορές.
…στο δόκανο
Τα στοιχεία στα οποία στηρίζονται και οι δανειστές για να απαιτήσουν την εξόντωση των αυτοαπασχολουμένων, είναι αποκαλυπτικά:
1 Στην Ελλάδα ο αριθμός των μισθωτών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έφτανε στο τέλος του 2015 στα 2,338 εκατομμύρια άτομα. Μπορεί να παρουσιάζει μείωση κατά 645 χιλιάδες άτομα συγκριτικά με την εποχή προ μνημονίων, αλλά αυτό οφείλεται στην έκρηξη της ανεργίας. Παρά τη μείωση, οι μισθωτοί αντιστοιχούν στο 65,89% του συνολικού αριθμού των απασχολουμένων. Είναι μικρό αυτό το ποσοστό; Ναι, είναι η απάντηση, αν συγκριθεί με το αντίστοιχο άλλων χωρών. Μόνο η γειτονική Τουρκία, η Ρουμανία και τα Σκόπια είναι σχετικά κοντά, με τα ποσοστά να διαμορφώνονται στο 68,67%, στο 73,47% και στο 74,7% αντίστοιχα. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ο δείκτης είναι πολύ πιο ψηλά. Ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. ανέρχεται στο 84,74% ενώ στην ευρωζώνη είναι ακόμη υψηλότερα, στο 85%. Σε χώρες όπως η Εσθονία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Σουηδία, η Δανία και Νορβηγία, η επικράτηση της μισθωτής εργασίας είναι σχεδόν καθολική καθώς η αναλογία τους στο συνολικό κομμάτι των απασχολουμένων υπερβαίνει και το 90%. Όταν το μερίδιο των μισθωτών είναι τόσο μικρό, είναι επόμενο να ανεβαίνει το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων.
Στην Ελλάδα μετράμε (με στοιχεία τέλους 2015, τα οποία όμως δεν έχουν διαφοροποιηθεί αισθητά παρά το «κλείσιμο» βιβλίων το τελευταίο διάστημα) 1,06 εκατομμύρια αυτοαπασχολουμένους, οι οποίοι και αντιστοιχούν στο 30,65% του συνολικού αριθμού των απασχολουμένων. Δεύτερη στη σχετική κατάταξη χώρα είναι η Ιταλία με 22,1%, ακολουθεί η Τουρκία με 20,8%, η Πολωνία με 18,5%, τα Σκόπια με 18,37% και η Ρουμανία με 17,76%.
2 Εισόδημα από «επιχειρηματική δραστηριότητα» εμφάνισαν στις φορολογικές δηλώσεις του 2016 περίπου 839.569 φορολογούμενοι ενώ συνολικά μοιράστηκαν εισοδήματα της τάξεως των 5,927 δισ. ευρώ. Ωστόσο:
α. Το 90,57% του συνολικού αριθμού εμφάνισε φορολογητέο εισόδημα κάτω από 19.000 ευρώ τον χρόνο.
β. Το 82,12% εμφάνισε εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ τον χρόνο
γ. Το 69,67%, περίπου 584.925 φορολογούμενοι, εμφάνισαν εισόδημα κάτω από 5.000.
Αυτό το στατιστικό εύρημα δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό και τη δήλωση που έκανε προ ημερών η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου για να δικαιολογήσει το νέο «χαράτσι» στους αυτοαπασχολουμένους. Η αλλαγή που επέρχεται, δεν επηρεάζει καθόλου αυτούς που δηλώνουν καθαρά κέρδη έως και 7.000 ευρώ τον χρόνο και αυτό διότι ούτως ή άλλως πληρώνουν το ελάχιστο ποσό των 168 ευρώ τον μήνα. Όμως, με βάση τα στοιχεία της εφορίας, κέρδη κάτω από 7.000 ευρώ δηλώνουν οι 638.470 από τους 839.569 επαγγελματίες, δηλαδή το 76% του συνολικού αριθμού.
3 Με το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, οι 8 στους 10 ευνοήθηκαν καθώς με τη σύνδεση με το φορολογητέο εισόδημα του προηγούμενου έτους – δηλαδή τα πολύ χαμηλά ποσά που προαναφέρθηκαν – οι περισσότεροι περιορίζονται στο να πληρώσουν το ελάχιστο, δηλαδή 168 ευρώ. Παρά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών όμως (συγκριτικά με τα ποσά που κατέβαλαν οι επαγγελματίες μέχρι και το 2016) το 60% εξακολουθεί να μην πληρώνει τις υποχρεώσεις του.
Το γεγονός ότι οι επιτηδευματίες φορολογούνται πλέον είτε με συντελεστή 29% (σε περίπτωση που έχουν ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία) είτε με 22%-45% (αν έχουν ατομική επιχείρηση ή είναι ελεύθεροι επαγγελματίες), το γεγονός ότι παραμένει σε ισχύ το τέλος επιτηδεύματος, το γεγονός ότι επιβάλλεται και εισφορά αλληλεγγύης σε όσους δηλώνουν καθαρά κέρδη άνω των 12.000 ευρώ και φυσικά το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν συνδεθεί πλέον με το εισόδημα δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα: το σύνολο των κρατήσεων ξεπερνά ακόμη και το 50%, κάτι που σημαίνει ότι το κράτος λειτουργεί πλέον και επίσημα ως συνεταίρος σε κάθε ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Όταν ένας επαγγελματίας κοπιάζει για να συγκεντρώσει έσοδα της τάξεως των 20.000 ευρώ τον χρόνο, πληρώνει 6.000-7.000 ευρώ για τα επαγγελματικά του έξοδα και τελικά του μένουν καθαρά περίπου 6.500-7.000 ευρώ τον χρόνο, είναι φυσικό να σκεφτεί «καλύτερα μισθωτός, έστω και με μερική απασχόληση, για να παίρνω και τα δώρα μου».
Το πρόβλημα για την κυβέρνηση αλλά και για τους δανειστές που εμπνεύστηκαν αυτήν την πολιτική είναι ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιτηδευματίες στην πράξη μπορεί να αποδειχθούν πολύ σκληροί για να… πεθάνουν, μόνο και μόνο για έναν λόγο: οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι δεν αγγίζουν όσους φοροδιαφεύγουν. Αντίθετα, όσοι καταφέρνουν να εμφανίζονται στα χαρτιά της εφορίας με αποδοχές της τάξεως των 3.000-4.000 ευρώ τον χρόνο είναι και οι πρώτοι που μπαίνουν στη λίστα προτεραιότητας για να εισπράξουν τα κοινωνικά επιδόματα που χορηγεί το κράτος. Από το επίδομα στέγασης μέχρι το επίδομα τέκνων και από τους δωρεάν παιδικούς σταθμούς μέχρι τη μηδενική συμμετοχή στα φάρμακα και τις δωρεάν διακοπές των παιδιών στην κατασκήνωση.
Ο πληθυσμός των αυτοαπασχολουμένων είναι πολύ μεγάλος για τις δυνατότητες του φορο-ελεγκτικού μηχανισμού. Όσο οι επαγγελματίες θα καταφέρνουν να επιβιώνουν κάτω από τα ραντάρ της εφορίας και των ασφαλιστικών ταμείων, όσο οι μισθωτοί δεν θα έχουν κανένα ουσιαστικό κίνητρο να ζητούν αποδείξεις (σ.σ.: το αντίθετο θα συμβεί, καθώς από το 2018 δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ούτε για τη συλλογή αποδείξεων από γιατρούς) οι φοροφυγάδες θα μακροημερεύουν και θα πολλαπλασιάζονται.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου